- σεβάσμεια
- και σεβασμεῑα, τὰ, Αβλ. σεβάσμιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεβάσμιος — α, ο / σεβάσμιος, ία, ον, ΝΑ, τ. ουδ. πληθ. σεβάσμεια και σεβασμεῑα Α [σεβασμός] άξιος σεβασμού, σεβαστός («σεβάσμιος γέροντας») νεοελλ. προσφώνηση τού προϊσταμένου τεκτονικής στοάς αρχ. 1. (ως επίκληση ή επώνυμο Ρωμαίων αυτοκρατόρων) ο Σεβαστός … Dictionary of Greek